μάστιξ — μάστιξ, ιγος, ἡ (Α) βλ. μάστιγα … Dictionary of Greek
ρητορομάστιξ — ιγος, ό, Α (ως προσωνυμία κάποιου Αισχίνου από τη Μυτιλήνη) η μάστιγα τών ρητόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήτωρ, ορος + μάστιξ, ιγος] … Dictionary of Greek
μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς … Dictionary of Greek
μαστίγιο — Λεπτή μάστιγα, καμουτσίκι, βούρδουλας. Στη βιολογία μ. ονομάζεται η κυτταρική προέκταση βακτηρίων, πρωτόζωων και σπερματοζωαρίων των περισσοτέρων ζωικών οργανισμών και ορισμένων κατώτερων φυτικών οργανισμών, η οποία εξυπηρετεί την κίνησή τους. Τα … Dictionary of Greek
μαστίδες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀκίδες ἢ ἀγκύλαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. μάστιξ, * ιγος] … Dictionary of Greek
μαστίζω — (AM μαστίζω, Α δωρ. τ. μαστίσδω) 1. χτυπώ με μαστίγιο, μαστιγώνω, ραβδίζω, βιτσίζω, βουρδουλίζω, καμτσικίζω 2. μτφ. βασανίζω, πλήττω, χτυπώ νεοελλ. κατατρύχω, λυμαίνομαι, ερημώνω, καταστρέφω, αφανίζω, ρημάζω («οι επιδημίες μάστιζαν άλλοτε την… … Dictionary of Greek
μαστιγία — μαστιγία, ἡ (Α) 1. η μάστιγα ή το μαστίγωμα 2. είδος φυτού που χρησιμοποιούνταν στη μαγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, ιγος + κατάλ. ία (πρβλ. κοκκυγ ία)] … Dictionary of Greek
μαστιγίας — μαστιγίας, ὁ (Α) 1. (για δούλους) αυτός που άξιζε να μαστιγωθεί ή αυτός που μαστιγωνόταν συχνά 2. μτφ. τιποτένιος, ελεεινός, χαμένος ή και κακός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ ιγος + κατάλ. ίας (πρβλ. θαλαμ ίας)] … Dictionary of Greek
μαστιγεύς — μαστιγεύς, έως, ὁ (Α) ο μαστιγωτής, αυτός που εκτελούσε τις ποινές μαστιγώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, ιγος + κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
μαστιγιώ — μαστιγιώ, άω (Α) θέλω να μαστιγωθώ ή είμαι άξιος μαστίγωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, ιγος + επίθημα ιάω (πρβλ. στρατηγ ιάω)] … Dictionary of Greek
μαστιγονόμος — μαστιγονόμος, ον (Α) κατώτερο αστυνομικός υπάλληλος ή κλητήρας εφοδιασμένος με μαστίγιο, ο οποίος είχε ως καθήκον την τήρηση τής τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, ιγος + νόμος (πρβλ. θαλασσο… … Dictionary of Greek