μάστιξ,-ιγος

μάστιξ,-ιγος
+ N 3 0-5-3-11-19=38 1 Kgs 12,11.14; 24,2; 2 Chr 10,11.14
whip Prv 26,3; scourge, plague Jer 6,7; μάστιγες whips, lashes 1 Kgs 12,11
μάστιξ γλώσσης scourge of the tongue Jb 5,21
*Ps 72(73),4 μάστιγι plague-⋄הלם for MT ם/אול their body?
Cf. SPICQ 1978a, 539-540; →LSJ RSuppl; NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μάστιξ — μάστιξ, ιγος, ἡ (Α) βλ. μάστιγα …   Dictionary of Greek

  • ρητορομάστιξ — ιγος, ό, Α (ως προσωνυμία κάποιου Αισχίνου από τη Μυτιλήνη) η μάστιγα τών ρητόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήτωρ, ορος + μάστιξ, ιγος] …   Dictionary of Greek

  • μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς …   Dictionary of Greek

  • μαστίγιο — Λεπτή μάστιγα, καμουτσίκι, βούρδουλας. Στη βιολογία μ. ονομάζεται η κυτταρική προέκταση βακτηρίων, πρωτόζωων και σπερματοζωαρίων των περισσοτέρων ζωικών οργανισμών και ορισμένων κατώτερων φυτικών οργανισμών, η οποία εξυπηρετεί την κίνησή τους. Τα …   Dictionary of Greek

  • μαστίδες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀκίδες ἢ ἀγκύλαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. μάστιξ, * ιγος] …   Dictionary of Greek

  • μαστίζω — (AM μαστίζω, Α δωρ. τ. μαστίσδω) 1. χτυπώ με μαστίγιο, μαστιγώνω, ραβδίζω, βιτσίζω, βουρδουλίζω, καμτσικίζω 2. μτφ. βασανίζω, πλήττω, χτυπώ νεοελλ. κατατρύχω, λυμαίνομαι, ερημώνω, καταστρέφω, αφανίζω, ρημάζω («οι επιδημίες μάστιζαν άλλοτε την… …   Dictionary of Greek

  • μαστιγία — μαστιγία, ἡ (Α) 1. η μάστιγα ή το μαστίγωμα 2. είδος φυτού που χρησιμοποιούνταν στη μαγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, ιγος + κατάλ. ία (πρβλ. κοκκυγ ία)] …   Dictionary of Greek

  • μαστιγίας — μαστιγίας, ὁ (Α) 1. (για δούλους) αυτός που άξιζε να μαστιγωθεί ή αυτός που μαστιγωνόταν συχνά 2. μτφ. τιποτένιος, ελεεινός, χαμένος ή και κακός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ ιγος + κατάλ. ίας (πρβλ. θαλαμ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • μαστιγεύς — μαστιγεύς, έως, ὁ (Α) ο μαστιγωτής, αυτός που εκτελούσε τις ποινές μαστιγώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, ιγος + κατάλ. εύς] …   Dictionary of Greek

  • μαστιγιώ — μαστιγιώ, άω (Α) θέλω να μαστιγωθώ ή είμαι άξιος μαστίγωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, ιγος + επίθημα ιάω (πρβλ. στρατηγ ιάω)] …   Dictionary of Greek

  • μαστιγονόμος — μαστιγονόμος, ον (Α) κατώτερο αστυνομικός υπάλληλος ή κλητήρας εφοδιασμένος με μαστίγιο, ο οποίος είχε ως καθήκον την τήρηση τής τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, ιγος + νόμος (πρβλ. θαλασσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”